Новогреческий словарь
στέρνο
στέρνο
1)
грудь
;
2)
грудная кость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грудь
? —
στέρνο
как на
(ново)греческом
будет слово
грудная кость
? —
στέρνο
как с
(ново)греческого
переводится слово
στέρνο
? — грудь, грудная кость
#
(ново)греческий словарь
—
τρικλοποδιά
—
ραδιοηλεκτρονική
—
νιόβλαστος
—
ασπατάλητος
—
βαριακούω
—
αγριάμπελο
—
χαρτοπωλείο
—
στοκάρω
—
αξιωσύνη
—
σωματέμπορος
—
ευκατάβλητος
—
ψυχονεύρωση
—
αγγλομάθεια
—
μεταρσιώνω
—
δαφνηφορώ
—
παραχωρητήριο
—
Σουηδέζα
—
ευγενόλη
—
θρήσκα
—
αμυγδαλή
—
αναισθήτιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве