|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καπνέλαιο? — — γκέμι — κτητικός — σκερτσόζος — ανυπέρθετος — μεθαύριον — ακινητώ — αλευρωμένος — ρεμπούμπλικα — αναρμόδιος — αισχρολογικός — μεταφυσικός — καπιτάλας — ασυμπαγής — κατσικάκι — δακτυλικά — ζαβάδα — χωρονομία — πτερυγίζω — ανδραπόδιση — ηωσίνη — βοτανολογικός |
|||