|
η зоол. вапити #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вапити? — βαπίτη как с (ново)греческого переводится слово βαπίτη? — вапити — ισοπέδωμα — μπλογκόσφαιρα — αλατόνερο — εξηκριβωμένος — ξαλάφρωμα — αδιαπίστωτος — επίξεση — ψυκτικά — αποκοσκινίζω — διαπίστοση — ασύντριφτος — χερικό — αφύδρανση — βίτσα — απόσχολα — αναπόδραστα — λυριτζής — μαυραγορήτης — φριμάσσομαι — ακεντρος — νοσηρώς |
|||