|
щелочить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щелочить? — αλκαλιώ как с (ново)греческого переводится слово αλκαλιώ? — щелочить — κλάρα — αναθεώρηση — κελάρισσα — φαρδής — ιατρός — θάψιμο — αταξίδευτος — ξεμέθυστος — ανατολή — ξαναμασώ — σωστό — προκλητικός — γομπιασμένος — χαμόγι — σταχτύς — αξιέραστος — παλιός — χολαιμία — μητροφόνος — χειρίδιον — κατακλινόμενος |
|||