|
ο зубная боль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зубная боль? — οδοντόπονος как с (ново)греческого переводится слово οδοντόπονος? — зубная боль — διαλάλημός — διαβολόπουλο — αλευροζούμι — μύλος — παπαρδέλα — τρόχιλος — κοίτασμα — δημότης — ολόσκεπος — φοβερίζω — κατακομμάτιασμα — υπολογίσιμος — μελάμπυρο — ασύχναστα — μπουζουκτσής — επιδιόρθωμα — αλγεινός — προσκαλνώ — ζουζούνα — άνθραξ — δανειολήπτης |
|||