Новогреческий словарь
αμμοκονίαμα
αμμοκονίαμα
το
раствор
(известковый, цементный и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раствор
? —
αμμοκονίαμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμμοκονίαμα
? — раствор
#
(ново)греческий словарь
—
ξεβράζω
—
εξηκονταετής
—
κρεμάλα
—
αεροφίλημα
—
νταλγκατζής
—
μηλοσαλάτα
—
κροταλίας
—
μεγαλειωδώς
—
γεφυρόζευγμα
—
ανυπαγόρευτο
—
αυστραλιακός
—
ευάλωτος
—
ωδείο
—
λεπτότριχος
—
κατάκορφα
—
λουλουδάτος
—
προπέλλα
—
επιτολή
—
φεζάνι
—
γοργοσβησμένος
—
ψυχοπονιάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве