Новогреческий словарь
αμελκτικός
αμελκτικός
доильный
;
~ή μηχανή — доильный аппарат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доильный
? —
αμελκτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμελκτικός
? — доильный
#
(ново)греческий словарь
—
σουίτα
—
κώδιξ
—
μηχανοδηγός
—
δανιστί
—
γράμπα
—
χειρώνακτας
—
τουρκοτέκο
—
ανάγλυφα
—
αγαλβάνιστος
—
μετατοπίζω
—
Αμαζόνα
—
χάλκευση
—
Λονδρέζος
—
εξατμιστήρ
—
διατί
—
βαφτίσια
—
σκληροκαρδος
—
λεμβοδρομία
—
ναός
—
ακαριαίως
—
νεοπλουτισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве