|
το 1) насыщение; ~όν δέν έχει — [phrase]он ненасытен[/phrase]; 2) пресыщение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насыщение? — χόρτασμα как на (ново)греческом будет слово пресыщение? — χόρτασμα как с (ново)греческого переводится слово χόρτασμα? — насыщение, пресыщение — αργοροκόλλητος — απόνοχτος — κουρελιάρικος — σέλινο — επιλέξιμος — υδροπλανοφόρο — ανάλειωμα — άλτης — μονοσήμαντος — δυστυχία — ισχυροποιώ — αχτιδοβόλος — ασφαλισμένος — αμυντήριον — αποδεικνυόμενος — διαπίδυση — μελισσοτόπι — μπόρτσι — χαρτονοποιείο — κατάσχω — ευκαίρωμα |
|||