Новогреческий словарь
εμπόρευμα
εμπόρευμα
το
товар
;
περιζήτητο (απούλητο) ~ — ходкий (лежалый) товар
;
πληθώρα ~ευμάτων — избыток товаров
;
κυκλοφορία τών ~ευμάτών — товарооборот
;
τά ~εύματα λαϊκής (πλατείας) κατανάλωσης — товары народного (широкого) потребления
;
===
δείχνω τό ~ απ' τήν καλή του οψη — показывать товар лицом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
товар
? —
εμπόρευμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπόρευμα
? — товар
#
(ново)греческий словарь
—
ξεδόντιασμα
—
ατροφία
—
αλατοειδής
—
αγορίνα
—
φωναχτά
—
δεκαοχτάχρονος
—
οροδοσία
—
συμβουλεύομαι
—
αντιφλογιά
—
βιβλιοδετούμαι
—
ασυνερισιά
—
λίστρον
—
χρωματοπώλις
—
μπακότερμα
—
αυτοκράτορας
—
άλμπουρο
—
ελατόπισσα
—
γερόντισσα
—
απαράγραπτο
—
συμφραζόμενα
—
κελλάρισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве