|
накожный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накожный? — ξώσαρκος как с (ново)греческого переводится слово ξώσαρκος? — накожный — καραβοκύρισσα — αναφωνητό — ασκοτάδιαστος — σφοντύλι — λουσαρίζω — εμφιαλώ — ατσαλωσύνη — φαγεδαινισμός — ψηφοθετώ — μαναβική — διακλήρωση — εκλεκτικίστρια — ρεβιζιονιστικός — βιβλιοχορτοπωλείο — βουτυρένιος — μειράκιο — φαλτσαριστός — κατείδον — αχνοφεγγιά — γουρουνομαθημένος — μετανάστης |
|||