|
το лимонная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лимонная кислота? — ξινό как с (ново)греческого переводится слово ξινό? — лимонная кислота — αστοίχειωτος — εξωτισμός — αγάληνος — τρικυμιώδης — ζύγιασμα — αποφράζω — παροργίζομαι — ίαση — ακτινογραφία — περιαυτολογώ — ανεμαζώχτρα — φωτοσβέστης — ανάγνωση — ραβδί — αντιπλημμυρικός — εδήχθην — περιστερήσιος — πενυματισμός — σύντρίμμι — εμβολιασμός — τάπια |
|||