|
η 1) насморк; 2) типун (болезнь птиц, животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово насморк? — κόρυζα как на (ново)греческом будет слово типун? — κόρυζα как с (ново)греческого переводится слово κόρυζα? — насморк, типун — πυελοθρόμβωση — ατρίχωτος — μπαμπέσικος — επίτευγμα — ανθρωποπίθηκος — γρηγορεύομαι — ευθυκρισία — παρόργιση — εφελκίς — ανθόμελο — ωδινώμαι — καταδιώκουσα — στενογραφώ — κεράσι — μπαξές — γεωμετρικός — ετερόχθων — νυχτοκοπώ — τσατίλα — εμπόρισσα — κωδωνοστάσι |
|||