|
το крошка; κάνω ~τα — крошить; === γίνομαι ~τα — разбиваться вдребезги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крошка? — τρίμμα как с (ново)греческого переводится слово τρίμμα? — крошка — ακέφαλος — θραψερός — υψηλόβαθμος — μουσακάς — επαληθεύω — στιλβωτής — αγερωχία — Τυρινή — ασύνετος — χολοποιητικός — ντρέντνωτ — καμαρωτά — κιτρινάδι — αιματολογία — τρυπάνισμα — περιτονίτιδα — Ιρλανδία — λεμονόφλουδο — χαντζής — αραποσίτι — παντοπώλης |
|||