Новогреческий словарь
διμοιρίτης
διμοιρίτης
ο
командир взвода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
командир взвода
? —
διμοιρίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
διμοιρίτης
? — командир взвода
#
(ново)греческий словарь
—
μισογκρεμισμένος
—
φαρμακοτεχνικός
—
τραυματίας
—
διανοούμαι
—
συγυρίστρα
—
συνοφρύωμα
—
αποβρόχια
—
υπερομιλητικότητα
—
γελοιογραφία
—
συμπεριληπτικός
—
κωλόχορτο
—
μηδενιστικός
—
εμπνευστής
—
λούσσο
—
πρότακτος
—
άλγη
—
ριζοβελονιά
—
ασυναίσθητος
—
λυπημός
—
διευθέτηση
—
δίπλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве