|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λυκειόπαιδο? — — εγκαρδκοτικός — συχνός — κωλαρού — μηχανοκρατία — κλωστή — ζουμιάζω — κάλλιο — θεραπεύτρια — υδροχρωμάτισμα — γλωσσεύω — λιθογραφική — ανασκιράω — αναρρωνύω — επάρκεια — μαραίνω — άκατος — καπνέλαιο — μολογώ — μαυρόγη — νεραϊδόξυλο — καυχησιολογιέμαι |
|||