|
το наценка, надбавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наценка? — υπερτίμημα как на (ново)греческом будет слово надбавка? — υπερτίμημα как с (ново)греческого переводится слово υπερτίμημα? — наценка, надбавка — αναχωρητήριο — σφιγκτήρ — μεταπούληση — σπερματοδότης — συνυφασμένος — αρκουδιάρικος — απογεμάτος — καψίδι — σπατάλη — κατάχρυσος — ομμάτιον — ανταλλακτικά — χυδαϊστί — ψυχοφθόρος — καύλωμα — καρδιοκλέφτης — υδρομέτρηση — ερεθιστόν — τρίπραχτος — ασκητικά — λάβραξ |
|||