|
το полог (над кроватью новобрачных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полог? — περβέρι как с (ново)греческого переводится слово περβέρι? — полог — άπτυστος — αλεκτόρειος — βούδι — αρμάθα — αποσπασμένος — μεταφυτεύω — καλοστεκάμενος — αντισταθμιστικά — σιχαμένος — μπιρόνι — ξεσκονιστήρι — δεκαεννέα — μεταξόνιο — κωλοκάτσι — ωδίνες — σασσί — εγγίζομαι — τσακωμός — τονώ — ξαναβλέπω — πετάω |
|||