|
насильственный, принудительный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βίαιος? — — απαγίωτος — θεουργία — τορεύω — αλληλοσπαράζομαι — υποπράκτορας — εύδιος — ζύμη — μοτός — ξαλμυρίζω — μακρομελία — συμφιλιώτρια — κάρρο — θωράκιο — γιγάντεμα — απροσκόλλητος — ξεπετάγομαι — ξεβοτάνισμα — στροφόμετρον — αμόνω — αιμωδίασμα — απελευθέρωση |
|||