Новогреческий словарь
χρηματιστήριο
χρηματιστήριο
το
биржа
;
~ αξιών — валютная биржа
;
~ χρεωγράφων — фондовая биржа
;
~ εμπορευμάτων или εμπορικό ~ — товарная биржа
;
μεσίτης ~ίου — биржевой маклер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
биржа
? —
χρηματιστήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρηματιστήριο
? — биржа
#
(ново)греческий словарь
—
παιδοκτόνος
—
μποά
—
αβγατίζω
—
συχνός
—
πλεγματικός
—
απεσπασμένος
—
αμυγδαλές
—
λιποτάκτης
—
εξυπηρετικός
—
λακωνισμός
—
λειωμα
—
ρογχάζω
—
τροπή
—
αντιπροσωπευτικό
—
διέκπλους
—
αγύτευτος
—
αλαφροσκεπάζω
—
νταβίδι
—
Ελλάδα
—
αλυσίδωμα
—
αφέγγιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве