|
το убежище, пристанище; ~ τών ληστών — воровской притон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово убежище? — κρησφύγετο как на (ново)греческом будет слово пристанище? — κρησφύγετο как с (ново)греческого переводится слово κρησφύγετο? — убежище, пристанище — σημειωτικός — αλιβάνωτος — λασκάρω — αρχαιοφανής — συμψηφιστικός — ωσαννά — προτερόχρονος — τριφωφοσφορικός — ωτοσκλήρυνση — υποστηρίζω — μηχανοποιός — αδέσμευτος — φεγγαρομαγουλάτος — κιτρινίζω — γιάτσο — ποικιλομορφία — μαιευτήρας — διάφραξη — πρωταπαντώ — φαρμακέμπορος — ερωτικότητα |
|||