Новогреческий словарь
μεγαλοφυία
μεγαλοφυία
η 1)
гениальность
;
2)
гений
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гениальность
? —
μεγαλοφυία
как на
(ново)греческом
будет слово
гений
? —
μεγαλοφυία
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεγαλοφυία
? — гениальность, гений
#
(ново)греческий словарь
—
άξυλος
—
πληχτικός
—
εξεργασία
—
ρετσινόκολλα
—
αυτοψηφίζομαι
—
μετάδοση
—
ταράσσομαι
—
άψε
—
τσούχτρα
—
υδρομεταλλουργία
—
λωλαμάρα
—
στρατός
—
ναζιστής
—
αστροπλάνο
—
ρίκνωμα
—
ανάργαστος
—
ξινίλα
—
ανατινάζω
—
δραγάτης
—
μικτός
—
ακρογιαλίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве