Новогреческий словарь
φονικό
φονικό
το
убийство
;
έγινε μεγάλο ~ — [phrase]было много убитых[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
убийство
? —
φονικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
φονικό
? — убийство
#
(ново)греческий словарь
—
επικαρπούμαι
—
μιμηλή
—
μπρίκι
—
μελιτζανόσουπα
—
άβαφος
—
δροσάνεμο
—
οιστρογόνο
—
ξυλοπέδιλο
—
ενικός
—
αδιοχέτεοτος
—
μωροσίταρο
—
ατίναχτος
—
κήτος
—
κομβιοδόχη
—
καταιονιστήρας
—
αγγρισμός
—
άλμη
—
ανασταλτικός
—
ξεγίνομαι
—
μονά
—
σέξ-άπ(π)ήλ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве