|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μωρουδιακός? — — σπινθηροβολώ — αμφιταλαντεύομαι — βουνάκι — εξαγγελμένος — στενόστομος — εμπεποτισμένος — ακτινοσκοπώ — ξαναγάπησαν — διάρρυτος — κατασβεστήρας — στραγγουλίζω — χωροδικτύωμα — ακοινωνησία — θράσεμα — επιδεκτικότητα — μαθητούδι — δομικός — αποξηραίνομαι — διαφιλονεικώ — κουτουράδα — κέλευσις |
|||