|
ο исландец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исландец? — Ισλανδός как с (ново)греческого переводится слово Ισλανδός? — исландец — ερασιτεχνικός — τεϊοθήκη — ισοπέδωμα — συμβατότητα — άδαρτος — νομοθετικός — Κυριακοδρόμιο — λεπριάζω — μπήκα — μαγνιά — παιδοψυχίατρος — γκανιάζω — αφανόζωα — πατρυιός — εωσφόρος — γεροπαραξενιά — τελώ — πριτσινίζω — λιόκριση — μητρορραγία — σκιάς |
|||