Новогреческий словарь
αυτόπτης
αυτόπτης
ο
очевидец
;
αυτόπτης μάρτυρας — свидетель-очевидец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
очевидец
? —
αυτόπτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτόπτης
? — очевидец
#
(ново)греческий словарь
—
άβαφος
—
δουλοπρεπώς
—
ειδώλιον
—
απωθητικός
—
βατραχάκι
—
χειλοπλαστία
—
ένηβος
—
οπλοφορία
—
τεμπεσίρι
—
μέγγλα
—
δασκαλισμός
—
καθολικισμός
—
υπερσυνταγογράφηση
—
αλογογιατρός
—
σοφία
—
καλοβρασμένος
—
αμνοερίφια
—
αποζητώ
—
κραυγάζω
—
φυλάω
—
ευστροφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве