Новогреческий словарь
αλλοιθωρίζω
αλλοιθωρίζω
косить
(глазами);
===
μέ στραβό πού κοιμηθεί τό πρωί ~ει — посл. [phrase]с кем поведёшься, от того и наберёшься[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
косить
? —
αλλοιθωρίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλλοιθωρίζω
? — косить
#
(ново)греческий словарь
—
δεκάγωνος
—
κουφιοκεφαλάκισσα
—
αναπαραδιά
—
παθολόγος
—
αξόνιος
—
ολιγόστευμα
—
ξεδίπλωτος
—
αναρριχτός
—
ημίπληκτος
—
παίζω
—
διαχωρίζω
—
σκεπτικός
—
κρυφοκοίταγμα
—
άμβλυνση
—
αντίδι
—
σιάξιμο
—
παθολογικός
—
αναστέναγμα
—
βδέλλα
—
Δανός
—
προστέγασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве