Новогреческий словарь
κρηναίος
κρηναίος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρηναίος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γυναικολόγος
—
ακοομετρικός
—
αιματηρός
—
συμβολαιογράφος
—
επί
—
βομβυκοτροφείον
—
στεγαστικός
—
αφρογέννητος
—
πισωκέντης
—
διαβολέας
—
ερημικός
—
οχταετία
—
απρωτοκόλλητος
—
βαθυμέτρηση
—
ολιγοζωία
—
πάτημα
—
ανθοκήπι
—
αδαής
—
ενεχυροδανειστήριο
—
αλκαλιώ
—
αντίστροφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве