Новогреческий словарь
μελανόμορφος
μελανόμορφ|ος
1)
темнолицый, смуглый
;
2) :
~α αγγεία — чернофигурные вазы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
темнолицый
? —
μελανόμορφος
как на
(ново)греческом
будет слово
смуглый
? —
μελανόμορφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μελανόμορφος
? — темнолицый, смуглый
#
(ново)греческий словарь
—
μεταλλικότητα
—
σκλήθρα
—
νικέλινος
—
φύλλιασμα
—
βηματίζω
—
συνουσία
—
αφιερωτικός
—
πετροφυής
—
αρχιδουκικός
—
κολακεύω
—
δήμευση
—
αλκοολικότητα
—
κούρταλα
—
αντίστρεκτος
—
δορκάς
—
αναβρασμένος
—
ποιμένας
—
φουσκάλιασμα
—
αντικατατάσσω
—
σκουλί
—
ζωεμπόριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве