|
το аккомпанемент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аккомпанемент? — κομπανιαμέντο как с (ново)греческого переводится слово κομπανιαμέντο? — аккомпанемент — ανεπιφύλαχτος — γουνάκι — ψαροπούλι — χρυσόκονις — σκοπευτικο — ποδοσφοιρικός — εκβυθίζω — μουσκίδι — φούντωμα — εξαρμόζω — μπαρμπαλιάς — αεροδυναμικός — αναστορώ — ευλογοφανής — αποτίναγμα — διπλασιασμός — επιφυλάσσομαι — προσπάθεια — σιτοπαραγωγός — αναγιγνώσκω — ηλεκτροστατικός |
|||