|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδήριτα? — — δικαιούχος — εμπορικός — ωστήρ — μηδαμώς — ερημίτισσα — νηολογημένος — ομνύω — επανακάμπτω — αστραποβροντώ — απολεπισμένος — αμπαρωμένος — διαγιγνώσκω — στραβάδι — αναγεννήτρα — ανάσεισμα — φορτωτικά — καύμα — παραπίπτω — ευζωία — ρεγχασμός — επιστημονισμός |
|||