Новогреческий словарь
οξύ
οξύ
(γεν. οξέος) τό
кислота
;
θειϊκό ~ — серная кислота
;
τό υδροχλωρικό ~ — соляная кислота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кислота
? —
οξύ
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξύ
? — кислота
#
(ново)греческий словарь
—
στρυμωξιά
—
αναξιόπαθος
—
αυθεντικός
—
δραματουργός
—
ακτίδα
—
προαιώνιος
—
ασφάραγος
—
κηροπωλείο
—
λεία
—
ζαντολάστιχο
—
βαλβολίνη
—
ορεχτικός
—
πτωχοπρόδρομος
—
γουρουνήσιος
—
χιλιοευχαριστώ
—
παιδαγωγός
—
αγαλλιώ
—
μοσχοθυμίαμα
—
αγιογραφώ
—
κήπευσις
—
προεκλέγω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве