|
το расплата (тж. перен.); выплата #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расплата? — ξεπλήρωμα как на (ново)греческом будет слово выплата? — ξεπλήρωμα как с (ново)греческого переводится слово ξεπλήρωμα? — расплата, выплата — συμμαχικός — ξεκούμπωτα — εκπλυση — αστραποβροντώ — τουφέκι — στιχοποιώ — αρμακιάζω — βουρκονέρι — προβιβασμός — αντιμισθία — πυρετώδικα — γεννητσούριο — εμψυχωτικός — ανήσκιωτος — προεδρικός — σιδερώνω — κατάντικρα — ρεβιθόσουπα — απολυτήριος — μεταγλωττίζω — ξεδιαλύνομαι |
|||