Новогреческий словарь
πτυκτός
πτυκτός
1)
сложенный
;
2)
складной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сложенный
? —
πτυκτός
как на
(ново)греческом
будет слово
складной
? —
πτυκτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πτυκτός
? — сложенный, складной
#
(ново)греческий словарь
—
λαμποκοπώ
—
αντιπατριωτικός
—
ανάζωστος
—
λαομίσητος
—
μαυρομάτης
—
αγκωνούλα
—
αυτοεξορίζομαι
—
πυρασφαλιστικός
—
σύνδειπνος
—
επικρουστικός
—
σαραντάρισσα
—
επανίδρυση
—
αναρριπιστήρας
—
κρυσταλλοφόρος
—
αστροθεσία
—
παραποτάμιος
—
κοντραμπατζής
—
χαιρέτημα
—
δασόβιος
—
αξιολογώ
—
χαλάστηκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве