Новогреческий словарь
αρσενικοθήλυκος
αρσενικοθήλυκ|ος
гермафродит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гермафродит
? —
αρσενικοθήλυκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρσενικοθήλυκος
? — гермафродит
#
(ново)греческий словарь
—
διαρρηγνύομαι
—
χεροπιαστός
—
ακουστικά
—
παραωριμάζω
—
δίποδο
—
αθωώνω
—
φιαλόσχημος
—
στιγμιότυπο
—
μεσσηνέζα
—
ασκαθάρι
—
εκφύλλισμός
—
δυασμός
—
βλαστοκόπος
—
ακοντίζω
—
προκάλυψη
—
αμεταγλώττιστος
—
μαλακώνω
—
σιγή
—
άπτωτος
—
μελετώμαι
—
απρόσμαχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве