|
η удлинение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удлинение? — μήκυνση как с (ново)греческого переводится слово μήκυνση? — удлинение — μικροκεφαλία — εξαντλούμαι — ασκολσούν — άτυχης — σήτα — αναγραφή — αμπόδιστος — φοινικόδεντρο — ευάρεστος — μηλαδέρφι — δεσπόζων — εναποταμίευση — αφιλόξενα — νιόσκαφτος — αραχνοΰφαντος — ζαρός — νεοκύτταρο — προελαύνω — ανάποδα — αριθμοθετώ — παχυλός |
|||