Новогреческий словарь
μήκυνση
μήκυνση
η
удлинение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удлинение
? —
μήκυνση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήκυνση
? — удлинение
#
(ново)греческий словарь
—
πανάθλιος
—
άγος
—
αρνητικός
—
φαλιρώ
—
αρριβισμός
—
κοφτήριο
—
εκφυλισμένος
—
αποδομητικός
—
χειροκροτώ
—
απομωραίνομαι
—
απόλειμμα
—
απαραποίητος
—
αδιαφορώ
—
όπου
—
ενθουσιαστής
—
αλήθευσις
—
αμφιβάλλω
—
μονόξυλος
—
κολλυβιστής
—
αυθαίρετα
—
αμφίθυρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве