|
η 1) берлина (салонная игра); 2) посмешище; γίνομαι ~ — [phrase]становиться посмешищем[/phrase]; βγάζω στή ~ — выставить (__кого-л.__) на посмешище, поднимать (__кого-л.__) на смех #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово берлина? — μπερλίνα как на (ново)греческом будет слово посмешище? — μπερλίνα как с (ново)греческого переводится слово μπερλίνα? — берлина, посмешище — υπολογισμός — απιστώ — επιπεδοσφαίριο — πειραματίστρια — τρόμαγμα — μηνυτήριος — γυρισμός — εξοχάς — δωρητός — απόλυση — δηγιέμαι — εκφράξη — αποστραβώνω — μαμμόθρεφτος — αντρειώνω — ώμορφος — αναπλειστηριασμός — ροδίτης — σκορδοκαΐλα — σεληνοτοπογραφικός — αυτονομίστρια |
|||