Новогреческий словарь
χρησιμοθήρας
χρησιμοθήρας
ο
утилитарист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утилитарист
? —
χρησιμοθήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρησιμοθήρας
? — утилитарист
#
(ново)греческий словарь
—
φασόμετρο
—
σταματώ
—
ανεκμαύλιστος
—
στερεότυπος
—
σκυλόψαρο
—
περιηγητικός
—
προβιβάζω
—
στερεότητα
—
σωρείτης
—
καινοπρεπής
—
μετεωροσκόπος
—
δρόσισμα
—
σάρωθρο
—
χαζαμάρα
—
αθροίζω
—
φιλάρετος
—
λειχουδιάρικος
—
σκορδόπιστη
—
υποσκέλιση
—
ναυτοπρόσκοπος
—
μύση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве