|
мед. 1) экзематозный; 2) страдающий экземой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экзематозный? — εκζεματικός как на (ново)греческом будет слово страдающий экземой? — εκζεματικός как с (ново)греческого переводится слово εκζεματικός? — экзематозный, страдающий экземой — πατριαρχεύω — προκάλυμμα — περιήλιος — ετυμολογικά — αποσκληρύνω — ανάμερος — αναγέλασμα — κρυφομιλώ — ωοπαραγωγνκότητα — πειραχτήριο — λέγομαι — εύροια — γελαστικός — γαλακτοκομείο — εφτάψυχος — απτική οθόνη — αλλότροπο — συμφύομαι — φανατικά — σμίλη — ανευσεβάστως |
|||