|
, σ, ς 1) сигма (восемнадцатая буква греческого алфавита); 2) знак числа: σ' — = 200 и двухсотый; ,σ — = 200000 и двухсоттысячный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сигма? — Σ как с (ново)греческого переводится слово Σ? — сигма — ανακατατάσσομαι — τονικότητα — πρωτοτοκεία — συλημένος — μηχανοποιία — μπαστουνιά — ηλεκτροεγκεφαλογράφος — μαυροπίπερο — εξυπηρετώ — οκτακισχιλιοστός — αγκυροβόληση — δηλητήριος — γαζής — τεμπελιά — ενεσπάρην — πυκνός — πυρόμετρο — καφέ-αμάν — λεξικογραφία — τρισάθλιος — σανιδάδικο |
|||