|
молчаливый, безмолвный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молчаливый? — σιγηλός как на (ново)греческом будет слово безмолвный? — σιγηλός как с (ново)греческого переводится слово σιγηλός? — молчаливый, безмолвный — υποστηρικτής — ανελευθέρωτος — σταμάτισμα — αχνοκέρι — γρασιδότοπος — έννοια — ακτινοειδής — φωλιασμένος — αδιάβατος — ξενερωμένος — βακτηριολογικός — αποκουμπώ — κτίσμα — ανεπίσχετος — εμπαθώς — ποιήτρια — βουτίνα — καταρρακτωδώς — ενσταυλίζω — ανόρεχτα — ουλίτιδα |
|||