|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σθεναρά? — — μηδαμινός — λαδόψωμο — πολυβολισμός — δίπτυχο — δευτεριάτικα — παπαγάλος — Ιταλιάνα — ρημαδιό — ερήμην — λιβανιστήρι — στύλωμα — συρματωτήρ — ευδαιμονία — μποουλάς — προεόρτιο — μουσακάς — γλυκοπύρηνος — μάντρεμα — πιάτσα — αναφτεριάζω — λεπτουργείο |
|||