|
чувственный, плотский; ~ές απολαύσεις — плотские удовольствия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чувственный? — αισθησιακός как на (ново)греческом будет слово плотский? — αισθησιακός как с (ново)греческого переводится слово αισθησιακός? — чувственный, плотский — ξεδιάλυμα — προφήτεμα — θέλημα — διασκέλιση — λαθρεμπόριο — προμηνύω — καρπαζιά — ενδεκασύλλαβος — ποιηματάκι — γρόθος — κακομίλημα — ένζυγος — σκορπίζομαι — τηράω — παρακάτω — ενεργειοκρατία — ευθανασία — καρύϊνος — τεκνοποιία — πόστο — συνδιασκέπτομαι |
|||