|
ο дрофа (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрофа? — αγριόγαλλος как с (ново)греческого переводится слово αγριόγαλλος? — дрофа — εξουσιαστικός — προοπτική — ιστιόπανο — μάνταλος — προτεραίος — εννεακισχίλιοι — ποικιλομορφία — φθάνω — σβησμένος — καρροσερί — λιμάρω — οδονομία — ερεονητέος — σωρίτης — ματαπίνω — πορτραίτο — χουβαρδάς — πρόωσις — πταρμός — κακοκρίνω — αβόσκητος |
|||