|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πηγαινοφέρνω? — — άρνη — καθισιά — μπιστόλι — διάπηγμα — κεραμιδόχωμα — διαστασιοποίηση — εκπίεση — διαπεταννύω — κούκλα — διαπερώ — άλλαχτος — φωσώνιον — μισοκατεστραμμένος — αρειμανίως — έγχριση — τεχνοκριτικός — λεπτολόγος — εμπεταστής — γλυπτός — χώνευμα — αδασκάλευτος |
|||