|
η 1) трещотка; 2) колокольчик (у овец, коз) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трещотка? — τροκάνα как на (ново)греческом будет слово колокольчик? — τροκάνα как с (ново)греческого переводится слово τροκάνα? — трещотка, колокольчик — τετρακινητήριος — αμπελοχώραφα — υπασπιστής — σημαιοστολίζω — ψευδοσμία — παραμυθολόγιο — αφιλοχρηματία — πισσοτήρ — στρίφω — θάλλων — συμπερασματικός — συνασπισμός — κάν — κηδεστής — πολύγνωμος — πολυσύλλαβος — αντιστέκομαι — χορταστικός — αγουροξύπνημα — τριανταφυλλύς — ωριμαστήρι |
|||