Новогреческий словарь
κινητικός
κινητικός
кинетический
;
~ή ενέργεια — кинетическая энергия
;
===
~ό φάρμακο — слабительное
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кинетический
? —
κινητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κινητικός
? — кинетический
#
(ново)греческий словарь
—
αργοπλερωτής
—
ψωνιστής
—
ξεζαλίζω
—
δήμεψη
—
τεστ
—
πικραντικός
—
αναλύσιμος
—
επίλοιπος
—
θειαφισμένος
—
γονατισμένος
—
εθελοκωφώ
—
κλοπιμαίος
—
μεγαλοεπιχειρηματικός
—
αρράϊστος
—
χουγιάζω
—
μουσαμαδένιος
—
θεριστής
—
γόφος
—
ταχυσφυγμία
—
αρχικάλπισσα
—
αλητόπαις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве