Новогреческий словарь
αιχμική
αιχμική
(ισχύς) η
средняя мощность
(радиопередатчика)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
средняя мощность
? —
αιχμική
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιχμική
? — средняя мощность
#
(ново)греческий словарь
—
Φερενίκη
—
απόβλητος
—
πολυέλεος
—
κουτσομπολίστικος
—
εκατομμυριοστό
—
ασύγχυτος
—
νισαντήρι
—
αφηνιάζω
—
αποθυμώ
—
μοχλεύω
—
ηλεκτροτεχνίτης
—
μπεκρούλιακας
—
οικοπεδοφάγος
—
εμπορικότητα
—
ανακατεύομαι
—
επιστρατεύομαι
—
διαλέγω
—
μαργαριταρένιος
—
δαμετζάνα
—
πυγμαίος
—
κουτσοδιαβασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве