|
(-ήρος) τό нагреватель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагреватель? — θερμαντήρας как с (ново)греческого переводится слово θερμαντήρας? — нагреватель — μικροφιλοδοξία — αδιακήρυχτος — υποτομέας — αναριθμώ — μακαριστός — τυραγνάω — λελέκι — γραφική — χωνεύομαι — γκρεμνώ — πλοιαρχώ — τεκνοποιητικός — γιαλαντζή-ντολμάς — στοιχειοθήκη — κακιούλα — ευθυπορία — φτωχούλικο — καραβόπανο — ξανεμίζω — μοσχαροκεφαλή — αυτοθετικός |
|||