|
ο помощник прокурора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помощник прокурора? — αντεισαγγελέος как с (ново)греческого переводится слово αντεισαγγελέος? — помощник прокурора — ατροπολόγητος — σήμερις — λατόμηση — ξηρολιθοδομή — ανιόν — σεληνόφωτος — αγηροκόμητος — τυφλίτις — χλόη — εποψ — λιγωμένος — Μετέωρα — εφυάλωση — δασόβιος — αστραμμα — ακατασκευάστως — προστάσσω — εκκηρύττω — συμβολή — χρυσοποιία — συνενοχή |
|||