|
το дробилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дробилка? — τριβείο как с (ново)греческого переводится слово τριβείο? — дробилка — ζορμπαδιλίκι — γκιοσέμι — διέρεισμα — καλοκοιμάμαι — αυτοεγκωμιάζομαι — χορταποθήκη — μυρσινόκοκκος — μαλάκισμα — πάμπτωχος — φαλάκρωση — ηλεκτροκόλληση — αδικαιολόγητος — πανάθλιος — ασβέστιος — εκγύμναση — αντιστύλωμα — αυτοδιέγερση — γεννώ — υβρίζω — αναλογίζομαι — τέμνω |
|||